Η Μονή Λουκούς θεωρείται σήμερα ένα από τα πλέον σημαντικά μοναστικά κέντρα της Αρκαδίας, αλλά και γενικότερα της Ορθοδοξίας.
Είναι ίσως το πιο προσιτό μοναστήρι, καθώς απέχει μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από το μεσόγειο Αστρος. Η θέση του δεσπόζει στην είσοδο της πεδιάδας του ποταμού Τάνου και περικλείεται από τα βουνά Ζάβιτσα, Παλαιοπαναγιά και Ελληνικό. Δίπλα στο μοναστήρι σώζονται η «Επαυλη του Ηρώδου του Αττικού», ο οποίος είχε στην περιοχή κτήματα, αλλά και απομεινάρια αρχαίου οικισμού που είχε αναπτυχθεί βόρεια του Τάνου και ανατολικά από το ρέμα Λουκούς. Στο δε εσωτερικό της μονής βλέπει κανείς τμήματα από αρχαίους κίονες που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερσή της.

Οι ερμηνείες για την ονομασία της μονής είναι πολλές. Αλλοι αποδίδουν το όνομα «Λουκούς» στο γεγονός ότι εκεί υπήρχαν πολλοί λύκοι. Αλλοι υποστηρίζουν ότι χτίστηκε από Βυζαντινούς και κατά την ανέγερσή της βρέθηκε άγαλμα της θεάς Ηρας, η οποία ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή θεότητα Juno Lucina. Αλλοι πάλι ότι πήρε το όνομα από έναν έμπορο, ονόματι Λουκά, ο οποίος μόνασε εδώ. Πιο κοντά στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η ερμηνεία που θέλει τη μονή να ονομάζεται έτσι από το δάσος όπου ο Ηρώδης ο Αττικός έχτισε την έπαυλή του, αφού στα λατινικά το Lucus σημαίνει ιερό άλσος.
Ο Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που βρίσκεται στο κέντρο του κτιριακού συγκροτήματος εκτιμάται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλαιοχριστιανική εκκλησία κατά τον 5ο αιώνα. Εκτός της τοποθεσίας, η οποία συνδέεται με την αρχαία Ελλάδα, ως σταυροπηγιακή, η μονή είχε και την αίγλη που της έδινε «η πατριαρχική ευλογία».
Ιστορικά στοιχεία για την πορεία του μοναστηριού υπάρχουν από το 17ο αιώνα. Ωστόσο, φαίνεται ότι είχε έντονη παρουσία στην περιοχή και κατά τους βυζαντινούς χρόνους: Μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, την εισβολή και την κατάληψη του Μοριά από τους Τούρκους, το μοναστήρι ερημώθηκε και μόνο την περίοδο 1546-1555 επί Πατριάρχη Διονυσίου του Β’ κάποιοι έμποροι γουναρικών που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη προσπάθησαν να το ανασυστήσουν ξοδεύοντας σημαντικά ποσά.
Το 1649 η μονή αγιογραφείται, αλλά δυστυχώς εκείνη την περίοδο οι Οθωμανοί καταστρέφουν την κοντινή κωμόπολη του Αϊ-Γιάννη, την πυρπολούν και σφάζουν όλους τους μοναχούς. Η μονή όμως ανασυγκροτείται για μία ακόμη φορά και συμπαρίσταται στον αγώνα για την Παλιγγενεσία. Ο τότε ηγούμενος Νεόφυτος γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι μοναχοί της συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τρόφιμα και πολεμοφόδια στα Βέρβαινα της Αρκαδίας στους εκεί στρατοπεδευμένους Ελληνες μαχητές. Η δράση αυτή των μοναχών προκαλεί την οργή του Ιμπραήμ, ο οποίος στις 5 Αυγούστου του 1826, την παραμονή της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, διατάσσει την πυρπόλησή της.

Σύμφωνα με την παράδοση, την ώρα της μεγάλης καταστροφής σώθηκε το καθολικό της μονής, όταν από την εικόνα του Αγίου Ευσταθίου έτρεξε αχνιστό αίμα! Οι Τούρκοι στρατιώτες σήκωσαν τα όπλα και την πυροβόλησαν μα όταν είδαν την εικόνα να αιμορραγεί έφυγαν τρομοκρατημένοι. Στο διάστημα 1830-1837 γίνεται μια ακόμη προσπάθεια αναστήλωσης της μονής, ενώ υπάρχει και σχετικό Βασιλικό Διάταγμα υπέρ της αποκατάστασης των ζημιών. Σημαντικό ρόλο στην όλη προσπάθεια παίζουν οι κάτοικοι των Βερβαίνων, οι οποίοι στηρίζουν με κάθε τρόπο και μέσο τις εργασίες ανακαίνισης.
Από τότε η μονή γνωρίζει μεγάλη άνθηση και μάλιστα στα χρόνια που ακολουθούν θεωρείται λόγω των εισοδημάτων της ως η πιο πλούσια. Το 1946 μετατρέπεται από ανδρική σε γυναικεία, όπως και παραμένει ως σήμερα.


Τα ιερά κειμήλια
Στη μονή κατά το 19ο αιώνα οι Τούρκοι του Βελή πασά κάνουν ανασκαφές για αρχαία. Ανασκαφές κάνουν αργότερα και οι μοναχοί, οι οποίοι φέρνουν στην επιφάνεια αρχαία γλυπτά, τα οποία τοποθέτησαν στην αυλή του μοναστηριού. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, τα σημαντικότερα ευρήματα δωρήθηκαν στο Μουσείο της Αίγινας. Αλλα ευρήματα τα συναντά κανείς στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, αλλά και σε αυτό του Βερολίνου! Σήμερα στο εσωτερικό της υπάρχουν κιονόκρανα και μαρμάρινες βάσεις κιόνων και αμφικιόνων. Το τέμπλο, οι εικόνες, το δάπεδο του ναού διατηρούν ανέπαφη την αίγλη του παρελθόντος. Σημαντικό κεφάλαιο για τη μονή είναι η βιβλιοθήκη της με τουλάχιστον 500 παλαιά βιβλία, καθώς και πατριαρχικά έγραφα, ένα από αυτά του Γρηγορίου του Ε’. Επίσης, υπάρχουν λείψανα αγίων, ένα τμήμα του Τιμίου Σταυρού, δώρο της Αικατερίνης της Ρωσίας, αλλά και Ευαγγέλιο του 1781.
Κατηγορίες:Άρθρα/Παρουσιάσεις
Σχολιάστε