Ο Παλαιός Πλάτανος (Κωφοί) βρίσκεται νότια του Αλμυρού, στις ανατολικές πλαγιές της Όθρυος. Το χωριό επλήγη από το λοιμό του 1742. Κατά το 18ο αι. ο Πλάτανος αποτελούσε ακμαίο χριστιανικό οικισμό.
Η πανώλη που έπληξε τη Θεσσαλία το 1812 προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον πληθυσμό του χωριού. Κατά τη θεσσαλική εξέγερση του 1854 ένα μέρος του χωριού κάηκε από τους Οθωμανούς και ξανακάηκε, ολόκληρο αυτή τη φορά,κατά την εξέγερση του 1878.

Τέλος, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα το 1943 o Πλάτανος πυρπολήθηκε από τους Ιταλούς. Έκτοτε άρχισε η σταδιακή εγκατάλειψή του που ολοκληρώθηκε το 1962….
Σήμερα ο επισκέπτης του οικισμού αντικρίζει μόνο ερείπια, επιβλητικά ερείπια, μέσα από τα οποία αντανακλάται το μεγαλείο ενός ένδοξου παρελθόντος. Ορισμένα μεγάλα δημόσια κτίρια και πολλά σπίτια συνθέτουν έναν εκτεταμένο ερειπιώνα στον οποίον προεξάρχουσα θέση κατέχουν οι εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου συγκεκριμένα εντυπωσιάζει με τον όγκοτου και την επιμέλεια της κατασκευής του. Τρεις ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες, δύο στη δυτική όψη και μία στηνότια, παρέχουν στοιχεία για τη χρονολόγηση του ναού.
Η πρώτη:
ΙΑΝ(ΟΥΑ) ΡΙΟΥ/ 2 3/ 18 60/ ΙΚΝΣΤ ΔΡΚ/ ΜΑΪΟΥ 20 1855
H δεύτερη λέει απλά:
1893
και η τρίτη:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ / ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ / 1892
Οι τέσσερις διαφορετικές χρονολογίες που αναγράφονται στις πλάκες,σε συνδυασμό με τις συρραφές και διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην τοιχοποιία, καθιστούν σαφές ότι η σημερινή μορφή του ναού αποτελεί προϊόν ανακατασκευής παλαιότερου ναού.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εντυπωσιάζει με τον όγκο του και την επιμέλεια της κατασκευής του. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο μεσαίο κλίτος.

Το μήκος του ναού, χωρίς την κόγχη του ιερού, είναι 24,50 μ. το δε πλάτος του 13 μ. Εντός του ορθογωνίου της κάτοψης χωροθετείται το ιερό βήμα και ο κυρίως ναός. Δεν υπάρχει νάρθηκας αλλά η ύπαρξη κτιστού χωνευτηρίου στη βορειοδυτική γωνία, προσδίδει στο δυτικό τμήμα του ναού ανάλογη χρήση.

Το ιερό βήμα είναι κατά τρεις βαθμίδες υπερυψωμένο σε σχέση με τον κυρίως ναό. Είναι ευρύχωρο με τρεις εξέχουσες ημικυκλικές εσωτερικά και εξωτερικά κόγχες. Περιμετρικά της κεντρικής κόγχης υπάρχει χαμηλό κτιστό έδρανο σε ανάμνηση του συνθρόνου των παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Μικρότερες ορθογώνιες κόγχες εγγράφονται στο πάχος των παραπάνω κογχών. Δευτερεύουσα ημικυκλική κόγχη στο βόρειο τοίχο και δύο μικρές ορθογώνιες εκατέρωθεν της κόγχης του ιερού εξυπηρετούσαν τις λειτουργικές ανάγκες του ναού. Από τα σωζόμενα υπολείμματα της αγίας τράπεζας συνάγεται ότι αποτελούνταν από κτιστή βάση και λίθινη ορθογώνια καλυπτήρια πλάκα. Το δάπεδο είναι επιστρωμένο με μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες.

Ο κυρίως ναός διαιρείται μέσω δύο πεσσοστοιχιών σε τρία κλίτη, ένα αρκετά ευρύ κεντρικό, πλάτους 4,35 μ.και δύο πλάγια, βόρειο και νότιο, πλάτους 2,70μ. Κάθε πεσσοστοιχία αποτελείται από έξι πεσσούς, τετράγωνης διατομής, διαστάσεων 0,70 Χ 0,70 μ., τοποθετημένους με ενδιάμεση απόσταση 3,20μ. Οι πεσσοστοιχίες γεφυρώνονται με τόξα που βρίσκονται σε ύψος 6,07 μ. από το δάπεδο. Τα ακραία τόξα των τοξοστοιχιών βαίνουν σε λίθινα φουρούσια, τα οποία είναι ορατά στον ανατολικό τοίχο, ενώ στο δυτικό διαμορφώνονται σε επίκρανα που επιστέφουν ελαφρώς εξέχουσες παραστάδες.
Πάνω σε κάθε τοξοστοιχία υψώνονται οι τοίχοι του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους, μέσα στο οποίο εγγράφεται η οροφή, η οποία ήταν ημικυλινδρική καμάρα από μπαγδατί. Η κορυφή της καμάρας βρισκόταν σε ύψος 9,25 μ. από το δάπεδο του ναού. Το δυτικό τμήμα της διατηρούνταν μέχρι το 1985. Το περίγραμμά της είναι σήμερα εμφανές στο δυτικό τοίχο του κεντρικού κλίτους, ενώ υπολείμματα από το μπαγδατί σώζονται στο νότιο τοίχο. Τα πλάγια κλίτη είχαν οριζόντιο ξύλινο ταβάνι από μπαγδατί, σε ύψος 6,60μ., το οποίο διατηρείται υπό κατάρρευση στο βόρειο κλίτος.

Η στέγη ήταν ξύλινη κεραμοσκεπής, δίρριχτη στο κεντρικό κλίτος, με αετωματική απόληξη στη δυτική πλευρά και απότμηση στην ανατολική, και μονόρριχτη στα πλάγια κλίτη. Έφερε επικάλυψη από κεραμίδια βυζαντινού τύπου, όπως φαίνεται σε φωτογραφία του 1971.
Η πρόσβαση στο ναό γίνεται μέσω τριών εισόδων. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά καιτονίζεται από αβαθή τοξωτή κόγχη. Το περιθύρωμά της, μολονότι έχει υποστεί ορισμένες απώλειες στο ανώφλι, είναι εντυπωσιακότερο όλων. Οι λαμπάδες συνίστανται από επάλληλους λαξευτούς ορθογώνιους λίθους που βαίνουν σε υψηλά βάθρα και φέρουν επίκρανα απόβαθμιδωτές ταινίες. Το τοξωτό της ανώφλι είναι κατασκευασμένο από λαξευτούς θολίτες, ο κορυφαίος των οποίων- σήμερα δεν υπάρχει- έφερε ανάγλυφο φύλλο άκανθας. Στο ανατολικό άκρο της ίδιας πλευράς ανοίγεται δεύτερη, ελαφρώς τοξωτή, είσοδος, η οποία οδηγεί απευθείας στο ιερό βήμα. Τρίτη είσοδος, στενότερη και χαμηλότερη από την κύρια αλλά εξίσου επιμελημένη, ανοίγεται στο μέσο της δυτικής πλευράς. Οι λαμπάδες της συντίθενται από ορθογώνιους λίθους, τοποθετημένους οριζόντια και κάθετα εναλλάξ με διακοσμητική διάθεση. Ο θολίτης στην κορυφή του τοξωτού ανωφλίου φέρει κόσμημα σχήματος ανεστραμμένου τραπεζίου.
Άφθονα και μεγάλα είναι τα παράθυρα του ναού. Στο δυτικό τοίχο ανοίγονται τρία μεγάλα παράθυρα, δύο εκατέρωθεν της εισόδου και ένα στο μέτωπο του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους. Πρόκειται για πλινθόκτιστα τρίλοβα παράθυρα με διαχωριστικούς πεσσίσκους, τα οποία περιβάλλονται από ευρύτερο τόξο, που φτάνει μέχρι την ποδιά των παραθύρων, κατά τα βυζαντινά πρότυπα. Οι λοβοί των παραθύρων είναι ισοπλατείς. Ο μεσαίος λοβός είναι ελαφρώς υπερυψωμένος σε σχέση με τους πλάγιους. Το ευρύτερο τόξο των δύο παραθύρων εκατέρωθεν της εισόδου είναι πλινθόκτιστο, ενώ του κεντρικού κλίτους είναι λίθινο, παρόμοιας μορφής με τα πλαίσια των θυρών. Επιπλέον, στο τελευταίο παράθυρο οι λοβοί περιτρέχονται από οδοντωτή ταινία. Τα πλινθόκτιστα μέρη του τελευταίου παραθύρου ήταν επιχρισμένα, σε αντίθεση με των άλλων δύο που ήταν επιμελώς αρμολογημένα. Και τα τρία παράθυρα φέρουν πάνω από το ευρύτερο πλινθόκτιστο τόξο λιθόκτιστο ανακουφιστικό, προκειμένου τα φορτία των τοίχων να μη μεταφέρονται στους πλινθόκτιστους πεσσίσκους.

Ιδιαίτερα μεγάλα ανοίγματα, παρόμοιας μορφής με τα παραπάνω,έφεραν οι κόγχες του ιερού βήματος και των παραβημάτων, όπως συνάγεται από λιθόκτιστο ανακουφιστικό τόξο στο άνω μέρος κάθε ανοίγματος. Τα παράθυρα αυτά στη συνέχεια φράχθηκαν με πρόχειρη αργολιθοδομή, το δε άνοιγμα της κεντρικής κόγχης αντικατέστησε στενή φωτιστική θυρίδα.
Στο βόρειο τοίχο του ναού ανοίγονται πέντε μεγάλα τοξωτά παράθυρα με κεκλιμένη ποδιά και στο νότιο τέσσερα. Μικρό τοξωτό παράθυρο ανοίγεται πάνω από την είσοδο του ιερού βήματος. Φέρουν πλαίσια, κατασκευασμένα από ορθογώνιους λαξευτούς λίθους, τοποθετημένους στα κάθετα τμήματα των παραθύρων οριζόντια και κάθετα, εναλλάξ.Τέλος, στα ανοίγματα του ναού συμπεριλαμβάνονται δύο κυκλικοί φεγγίτες με πλινθόκτιστο πλαίσιο, ανά ένας στην ανατολική και δυτική πλευρά του ναού.
Οι τοίχοι του ναού, πάχους 1 μ., είναι κτισμένοι με αργούς λίθους συνδεδεμένους με χωματολάσπη και αρμολογημένους με ασβεστοκονίαμα. Μεγάλοι ορθογωνισμένοι λίθοι διαμορφώνουν τις γωνίες του οικοδομήματος. Κατά διαστήματα υπάρχουν στις όψεις τετράγωνες οπές ικριωμάτων. Εμφανής οριζόντια συρραφή καθ’ όλο το μήκος των πλαγίων τοίχων και ιδιαίτερα στη νότια πλευρά, συμπληρώσεις κενών και διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο δόμησης, υποδηλώνουν επάλληλες οικοδομικές φάσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Οι εσωτερικές όψεις των τοίχων του ναού έχουν δεχτεί επάλληλα επιχρίσματα. Οι πεσσοί είναι κτιστοί από πελεκητούς λίθους. Επιστέφονται με πεσσόκρανα, η μορφή των οποίων αποτελεί προϊόν συνδυασμού πελεκητών λίθων και πλακών επιμελώς συνδεδεμένων και επιχρισμένων με χωματολάσπη, ώστε παρά τα ευτελή υλικά τους να δίδουν την εντύπωση μαρμάρινων επικράνων. Η ίδια κατασκευαστική πρακτική εφαρμόζεται και στα επίκρανα των παραστάδων και στα τόξα, τα οποία φέρουν διακοσμητικές ταινίες. Επίσης, λίγο παρακάτω από τη γένεση της καμάρας του κεντρικού κλίτους, οι τοίχοι περιτρέχονται από κοσμήτη με γεισίποδες κατασκευασμένο από λίθινες εξέχουσες πλάκες και πηλοκονίαμα.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το κτιστό τέμπλο του ναού. Βρίσκεται μπροστά ακριβώς από το ανατολικό ζεύγος των πεσσών, στο οποίο στηρίζεται με την παρεμβολή τοιχίων.Είναι επιχρισμένο με γυψοκονίαμα και εμπλουτισμένο με γύψινα διακοσμητικά στοιχεία. Εκτείνεται σε όλο το πλάτος του ναού. Αποτελείται από δύο κύριες ζώνες με διακοσμητική ποδέα μίμησης θωρακίων. Στο τμήμα που αντιστοιχεί στο κεντρικό κλίτος υπάρχει και τρίτη ζώνη με αετωματική επίστεψη, κοσμημένη με γεισίποδες. Φέρει επάλληλα τοξωτά ανοίγματα, το ύψος των οποίων μειώνεται σταδιακά από κάτω προς τα άνω. Μεταξύ των τοξωτών ανοιγμάτων παρεμβάλλονται γύψινοι διακοσμητικοί πεσσίσκοι με κορινθιακού τύπου πεσσόκρανα.

Τρεις ενεπίγραφες μαρμάρινες πλάκες, δύο στη δυτική όψη και μία στη νότια, παρέχουν στοιχεία για τη χρονολόγηση του ναού.
Η παλαιότερη χρονολογικά ενεπίγραφη πλάκα είναι εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του ναού. Φέρει μέσα σε πλαίσιο από επίπεδη ταινία λιθανάγλυφο δικέφαλο αετό,δεξιά και αριστερά του οποίου αναπτύσσεται σε πέντε στίχους η επιγραφή: ΙΑΝ(ΟΥΑ) ΡΙΟΥ/ 2 3/ 18 60/ ΙΚΝΣΤ ΔΡΚ/ ΜΑΪΟΥ 201855. Οι κάτω γωνίες κοσμούνται με πεντάλφα αριστερά και αστέρι δεξιά. Τα κεφαλαία γράμματα στον τρίτο στίχο αποτελούν αρχικά ονομάτων αφιερωτών ή ίσως συντομογραφία ονόματος και επιθέτου ενός αφιερωτή.

Η δεύτερη πλάκα είναι τοποθετημένη αρκετά ψηλότερα. Φέρει ρηχό λιθανάγλυφο διάκοσμο από σταυρό, στα άνω διάκενα των κεραιών του οποίου είναι πρόχειρα λαξευμένη η χρονολογία 1893. Η τρίτη επιγραφή βρίσκεται άνω δεξιά της εισόδου του ιερού βήματος και φέρει την ευανάγνωστη επιγραφή: ΓΕΩΡΓΙΟΣ / ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ / 1892.

Οι τέσσερις διαφορετικές χρονολογίες που αναγράφονται στις πλάκες,σε συνδυασμό με τις συρραφές και διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην τοιχοποιία, καθιστούν σαφές ότι η σημερινή μορφή του ναού αποτελεί προϊόν ανακατασκευής παλαιότερου. Επρόκειτο πιθανότατα για τρίκλιτη βασιλική με τρεις εξέχουσες ημικυκλικές κόγχες στην ανατολική πλευρά και μικρά ορθογώνια παράθυρα. Από τα τελευταία, ευδιάκριτα είναι δύο στον ανατολικό τοίχο, πάνω από τις κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού και τέσσερα στο νότιο. Από τα παράθυρα του νότιου τοίχου, ένα αντιστοιχούσε στο χώρο του ιερού βήματος και τρία στον κυρίως ναό. Τα αρχικά παράθυρα των υπολοίπων πλευρών, βόρειας και δυτικής δεν είναι ευδιάκριτα.
Στην επόμενη οικοδομική φάση που έλαβε χώρα στα 1892-1893, οι πλευρικοί τοίχοι του ναού συμπληρώθηκαν καθ’ ύψος,οι κιονοστοιχίες αντικαταστάθηκαν από πεσσοστοιχίες, ικανές να αντέξουν το βάρος των τοίχων του κεντρικού κλίτους,οι οροφές και οι στέγες ανακατασκευάστηκαν,τα αρχικά μικρά παράθυρα φράχθηκαν και μεγάλα τοξωτά, περισσότερα σεαριθμό και σε χαμηλότερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα, ανοίχθηκαν. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκαν και τα μεγάλα παράθυρα της κόγχης του ιερού βήματος και των παραβημάτων.
Επρόκειτο αναμφίβολα για ριζική ανακαίνιση, η έκταση της οποίας είναι επακόλουθο εκτεταμένης καταστροφής. Η καταστροφή του ναού φαίνεται περισσότερο πιθανό να προκλήθηκε από πυρκαγιά παρά από κάποιο σεισμό,που θα προκαλούσε βλάβες στους περιμετρικούς τοίχους, δεδομένου ότι οι τελευταίοι διατηρούνταν σε καλή κατάσταση και σε μεγάλο ύψος και ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Συνεπώς η καταστροφή του παλαιότερου ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου θα μπορούσε να συσχετισθεί με την εξέγερση του 1878 κατά την οποία κάηκε ολόκληρο το χωριό.
Ο ναός αποτελεί ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό τύπο, τη διαμόρφωση του οποίου επηρέασαν οι σύγχρονες τάσεις της ναοδομίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από αναβίωση κλασικιστικών και βυζαντινών προτύπων που είχαν ήδη εφαρμοσθεί σε ναούς της πρωτεύουσας. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού μιμείται μεσοβυζαντινά πρότυπα, τα οποία εντοπίζονται και στα τρία τρίλοβα παράθυρα της δυτικής όψης. Τα επιμέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως τα επιμελημένα περιθυρώματα και οι κυκλικοί φεγγίτες απαντούν σε κτίρια νεοκλασικού και ρομαντικού ρυθμού, αντίστοιχα. Η προτίμηση στο νεοκλασικό ρυθμό είναι εντονότερη στο εσωτερικό του ναού και συγκεκριμένα στους πεσσούς, στα πεσσόκρανα και στα επίκρανα των παραστάδων, στον κοσμήτη με τους γεισίποδες και στο τέμπλο με τα κορινθιακά επίκρανα. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για αξιόλογο δείγμα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής με βυζαντινά και κλασικιστικά στοιχεία ή καλύτερα για ναό νεοβυζαντινού ή ελληνοβυζαντινού ρυθμού με στοιχεία δανεισμένα τόσο από το νεοκλασικό όσο και από το ρομαντικό ρυθμό.
Το κωδωνοστάσιο είναι λιθόκτιστο εξάπλευρο και υψώνεται σε μικρή απόσταση ανατολικά του ναού. Η στέγασή του είναι κωνική επικαλυμμένη με σχιστολιθικές πλάκες. Αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους. Φέρει επάλληλα τοξωτά ανοίγματα, ένα σε κάθε πλευρά. Η είσοδος ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Φέρει λίθινο οριζόντιο υπέρθυρο, στην επιφάνεια του οποίου είναι χαραγμένη η χρονολογία 187343. Το κωδωνοστάσιο εντάσσεται χρονολογικά σε μια ενδιάμεση οικοδομική φάση και θα συνόδευε την τρίκλιτη βασιλική του 1855-1860, όπως άλλωστε συνάγεται και από τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά, τα οποία δεν συνάδουν με το ναό σε αντίθεση με αυτά του κωδωνοστασίου του Αγίου Αθανασίου.
Πηγές: www.academia.edu, https://volosmagnisia.wordpress.com
Κατηγορίες:Άρθρα/Παρουσιάσεις
Σχολιάστε