
Ο Άγιος Νεκτάριος πέραν όλων των άλλων ανέδειξε και αρκετές αγιασμένες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Γερόντισσα Ξένη η πρώτη Ηγουμένη της Μονής στην Αίγινα

Γεννήθηκε το 1867 στην Αίγινα όπου υπήρχε άλλοτε η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί αποφάσισαν να μείνουν ο Άγιος με 10 νέες. Με την πνευματικη διαύγεια που διέκρινε τον Άγιο, όρισε για ηγουμένη την τυφλή Χρυσάνθη που μετονομάστηκε Ξένη μοναχή. Υπάρχουν προφορικές μαρτυρίες πιστών Αιγινητών, όπου καταδεικνύεται ο θαυμαστός βίος, το προφητικό και προορατικό χάρισμα της γερόντισσας, όπως και η εκ μέρους των συμμοναζουσών της βαθιά εμπιστοσύνη και αφοσίωση ως προς την οσία. Κοιμήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 1923.
Άγιος Σάββας εν Καλύμνω που ζωγράφισε την πρώτη εικόνα του Αγίου Νεκταρίου

Γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα της περιφέρειας Αβδίμ της Ανατολικής Θράκης. Από νεαρή ηλικία εγκατέλειψε τα εγκόσμια και μόνασε στην Ιερά Σκήτη Αγίας Άννης για δώδεκα χρόνια. Ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους και μονασε στην Ι. M. Αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Επέστρεψε την Σκήτη της Αγίας Αννης, κοντά στον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, για να ασκηθεί στην αγιογραφία. Το έτος 1907 μ.Χ. επανέρχεται στη μονή Χοζεβά, Το έτος 1916 μ.Χ. επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, μεταβαίνει στη νήσο Πάτμο. Έπειτα έρχεται στην Αθήνα, όπου πληροφορείται ότι τον αναζητεί ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
Μεταβαίνει στην Αίγινα και διακονεί τον Αγιο μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του. Η συγκαταβίωση με τον Άγιο Νεκτάριο συνέβαλε στην πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε την αυστηρή άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, την παροιμιώδη ταπείνωσή του, την απλότητά του. Έζησε το πρώτο θαύμα του Αγίου, όταν μετά την κοίμησή του είδε τον Αγιο να κλίνει την κεφαλή του προκειμένου να του φορέσει το πετραχήλι του και να επανέρχεται κατόπιν στην θέση της.
Επί τρεις συνεχείς ημέρες οι αδελφές της μονής στην Αίγινα άκουγαν συνομιλίες από τον τάφο του Αγίου, όταν δε πλησίασαν, είδαν εκεί τον Όσιο Σάββα να συνομιλεί με τον Άγιο Νεκτάριο. O Όσιος έμεινε έγκλειστος στο κελί του για σαράντα ημέρες. Κατά την τεσσαρακοστή ημέρα εξήλθε κρατώντας μία εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, την οποία ενεχείρησε στην ηγουμένη με την εντολή να την τοποθετήσει στο προσκυνητάρι. Η ηγουμένη απάντησε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, διότι ο Άγιος δεν είχε αναγνωρισθεί επίσημα από την Εκκλησία και μια Τέτοια ενέργεια ίσως να έθετε τη μονή σε διωγμό. Τότε ο Όσιος Σάββας της είπε επιτακτικά: «Οφείλεις να κάνεις υπακοή. Να πάρεις την εικόνα, να την βάλεις στο προσκυνητάρι και τις βουλές του Θεού να μην τις περιεργάζεσαι».
Το ίδιο έτος (1926) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα-περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ’αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές ειπεν: «μετ’ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. O π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβου τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφει, τελει τα θεια Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, εξομολογει, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθα χηρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμουνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλουνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωης τους. Πρόθυμος όταν ζουσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
Περί το τέλος της ζωης του ευρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν εδέχθη ουδένα. Ευρίσκετο πλέον στο στάδιο της ιερας μεταστάσεώς του. Έδωκε τις τελευταιες συμβουλές και εζήτησε την εν Χριστω αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτει επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταιες ιερές φράσεις: «O Κύριος, o Κύριος, o Κύριος» ήταν 7 Απριλίου του 1948
Γέροντας Γερβάσιος Πατρών

Ο Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικο-πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας της Πάτρας.
Γεννήθηκε τον 19ο αιώνα και έδρασε κυρίως από τις αρχές ως τα μέσα του 2001. Διετέλεσε ηγούμενος της Μονής Γηροκομείου Πατρών καθώς και πρωτοσύγκελος της Επισκοπής Αχαΐας.
Έζησε μια ιδιαίτερα δύσκολη παιδική ηλικία, ενώ κατέστη ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω της σημαντικής προσφοράς στον προσφυγικό Πατρινό λαό, αλλά και για τη βοήθεια που προσέφερε στους πένητες και περιθωριακούς πολίτες της εποχής. Σήμερα έχει προταθεί η αγιοποίηση του.
Το τέλος της ζωής του Πατρός Γερβασίου επήλθε στις 30 Ιουνίου 1964, σε ηλικία 87 ετών. Η κοίμησή του επέφερε μεγάλη συγκίνηση στο λαό των Πατρών, ειδικά σε όσους είχαν ζήσει από κοντά το έργο και την προσωπικότητά του. Ετάφη στην εκκλησιαστική κατασκήνωση Συχαινών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου για το θάνατο του Πατρός Γερβασίου θα δηλώσει: «Ο θάνατος του πατρός Γερβασίου μέγιστον και δυσαναπλήρωτον κενόν κατέλιπε. Η μνήμη του ας είναι, και θα είναι, αιώνια»
Μαθητής του Αγίου Νεκταρίου διώχθηκε άδικα, ταπεινώθηκε, συκοφαντήθηκε, εξουθενώθηκε, υβρίστηκε, πολεμήθηκε όσον ολίγοι, από πολλούς παράγοντες της εποχής του εκκλησιαστικούς και μη, όπως και ο διδάσκαλός του.
Παρόλο τον πόλεμο που δέχθηκε κατά την διάρκεια της ζωής του, έμεινε όρθιος έως τέλους, όπως και τα μεγάλα πλατάνια που κάτω από την σκιά τους ξεκουράζουν τους διαβάτες της γης.
O ευσεβής κλήρος και o λαός της Ελλάδος και ιδιαίτερα όμως των Πατρών, ήταν πάντοτε κοντά του και στο πλευρό του σε όλους τους διωγμούς του έως και της τελευταίας του πνοής, όπου την ώρα της ταφής του, χιλιάδες λαού όπως και Τώρα στην ανακομιδή του, βροντοφώναξε μαζί με τον γίγαντα Επίσκοπο Φλωρίνης μακαριστό Αυγουστίνο Καντιώτη το: «Άγιος — Άγιος — Άγιος».
Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής, o διορατικός γέροντας της Πάτμου

Ο Γέροντας Άμφιλόχιος Μακρής, κατά κόσμον Άθανάσιος Μακρής, γεννήθηκε στό Ιερό νησί Τής άποκάλυψης, τήν Πάτμο τό 1889.
Το 1913 γνωρίζει Τόν ταπεινό, μαρτυρικό καί σοφό Άρχιθύτη Μητροπολίτη Πενταπόλεως «Αγιο Νεκτάριο μέ τόν όποίο συνδέθηκε πνευματικά κι έγινε μαθητής του. Ό σύνδεσμος αύτός δέν διακόπηκε ποτέ καί σήμερα συνεχίζεται είς τούς ούρανούς όπου καί οί δύο άπολαμβάνουν τή δόξα τοσ Θεού. Στίς 14 Νοεμβρίου 1935 ψηφίζεται, άπό τή Πατμιακή Άδελφότητα, Καθηγούμενος καί Πατριαρχικός «Εξαρχος Πάτμου. τό 1937, ήρθε σέ ρήξη μέ τούς Ίταλούς κατακτητές και εξορίσθηκε στην ηπειρωτική ελλάδα. Οταν έπέστρεψε στήν Πάτμο άρχίζει νά όργανώνει Τό ίερό γυναικείο κοινόβιο του Ευαγγελισμού, υπό άντίξοες συνθήκες. Τό 1939 τοϋ άνατέθηκαν καθήκοντα έφημερίου στό ναό «Παναγία Διασώζουσα»
Ό π. Άμφιλόχιος σέ όλη του τή ζωή βασανίζονταν άπό διάφορες άσθένειες καί ηταν εύαίσθητος στά κρυολογήματα. Τέλη Μαρτίου 1970 προσβλήθηκε άπό πνευμονία, κατάλαβε ότι σύντομα θά άφήσει τό μάταιο τούτο κόσμο καί ότι θά φύγει άπό τή στρατευομένη Έκκλησία καί θά γίνει πολίτης τής Θριαμβεύουσας Έκκλησίας.
Η είδηση ότι ό Γέροντας είναι βαριά άρρωστος διαδόθηκε άστραπιαία παντού. Τά πνευματικοπαίδια του άπό όλα τα σημεία του πλανήτη κατέφθασαν στό Ιερό νησί Τής Άποκαλύψεως. «Αν καί δέν είχε δυνάμεις δέν έπαψε νά δίνει τις τελευταίες του συμβουλές.
«Εδωσε σέ όλους τις συμβουλές πού ό καθένας είχε άνάγκη. Ό π. Άμφιλόχιος είχε Τό προορατικό χάρισμα. Στήν προσπάθεια τών πνευματικών του παιδιών νά τόν κρατήσουν μέ ορούς λίγες μέρες στή ζωή, παρακαλούσε κι έλεγε: -άφήστε με, καλά μου παιδιά, νά φύγω, ήρθε ή ώρα μου.
-Γιατί, Γέροντα, τούλεγαν, δέ μένεις μαζί μας καί τούτο τό Πάσχα; Δίσταζε νά άπαντήσει. Μετά άπό έπίμονες έρωτήσεις είπε, στόν π. Παύλο: -Είδα τήν Παναγία καί τόν Θεολόγο πρό όλίγου καί τούς παρεκάλεσα νά μείνω κοντά σας κι αύτό τό Πάσχα, άλλά μου είπαν δέ γίνεται άλλο, έλήφθη ή άπόφαση, Πάσχα θά κάμεις στούς Ούρανούς μαζί μας. Αύτό Τό λέγω σάν έξομολόγηση, έπειδή μέ πιέζετε, μήν τό πείτε σέ άλλους.
Λίγο πρίν άπό τήν κοίμησή του χρειάσθηκε νά κάνει μία έξέταση αίματος. Μικροβιολόγος δέν ύπήρχε στήν Πάτμο καί έτσι του πήραν αίμα καί Τό μετέφεραν σέ ένα μικροβιολόγο στή Λέρο γιά νά πραγματοποιησει Τήν έξέταση. «Οταν έφθασε τό αίμα στό ιατρείο καί ό ίατρός τό άνοιξε, βρέθηκε πρό έκπλήξεως Τόσο ό ίδιος όσο καί αύτός πού τό μετέφερε. Τό αίμα εύωδίαζε, άνεξήγητα γιά τήν άνθρώπινη λογική, όχι όμως καί γιά Τή θεία, πού οίκονομει Τά Πάντα ώστε νά μαρτυρεί κατά Τήν ύπόσχεση του Θεού, καί νά άναδεικνύει όλους τούς έκλεκτούς δούλους του, μέ τόν τρόπο πού Έκείνος γνωρίζει.
Ό άλησμόνητος Γέροντας στίς 16 Άπριλίου 1970 μέ πλήρη διαύγεια τών αίσθήσεών του έφυγε άπό τόν μάταιο τούτο κόσμο γιά τήν ούράνια πατρίδα πού τόσο ποθούσε κι έπιθυμοσσε καί πήγε νά πάρει άπό τά χέρια τοϋ άδέκαστου Κριτή τό στεφάνι τής άγιότητος.
Τό λείψανό του, όπως όμολογοϋσαν όλοι όσοι παρευρέθηκαν στήν έξόδιο άκολουθία, πήρε μορφή ούράνια, όψη χαρούμενη κι είρηνική. Άπέραντη γαλήνη βασίλευε στό άσκητικό του πρόσωπο, πράγματι άγιασμένου άνθρώπου έκφραση, πού κοιμήθηκε έν Κυρίω..
Υπήρξε εμπνευστής του ιεραποστολικού έργου στην Αφρικη και αλλού, αφού μορφές, όπως o π. Χρυσόσοστομος Παπασαραντόπουλος και o Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας κ. Αμφιλόχιος (Τσούκος), υπήρξαν πνευματικά του παιδιά.
Ιεράρχες -όπως ο επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρομολογούν ότι προσήλθαν στην Ορθοδοξία εξαιτίας της γνωριμίας τους με τον π. Αμφιλόχιο ή αποφάσισαν να χειροτονηθούν -όπως ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβονίου κ. Αμφιλόχιος (Ράντοβιτς)-, αφού εξομολογήθηκαν στον Αγιο αυτό άνθρωπο.
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ο θαυματουργός γέροντας της Πάρου

O Οσιος Φιλόθεος ο εν Πάρω, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Ζερβάκος, γεννήθηκε στους Μολάους της Λακωνίας το έτος 1884. Από την παιδική του ηλικία φάνηκε μία έμφυτη κλίση του προς την Εκκλησία και ενας ιερός ζήλος τον διακατείχε.
Υπηρέτησε στον στρατό ως υπαξιωματικός. Είχε την μεγάλη ευλογία να βρεθεί κοντά στον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά. Στον Ναό του Προφήτου Ελισσαίου πήρε μέρος σε πολλές αγρυπνίες. Έψαλλε με τους πιστούς χριστιανούς και φημισμένους λογοτέχνες Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Όταν τελείωσε η υπηρεσία του στον επίγειο Βασιλέα, ήταν πιά ελεύθερος να υπηρετήσει τον Επουράνιο. O Θεός έφερε τα βήματα του κοντά στον Άγιο Νεκτάριο. Ανοιξε την καρδιά του στον σοφό και διακριτικό ιεράρχη. Όπως ήταν φυσικό, o Άγιος χάρηκε για την απόφασή του. Τον συμβούλεψε μάλιστα να αφιερωθεί στην ξακουστή Μονή Λογγοβάρδας. Ο Κωνσταντίνος φανέρωσε την έντονη επιθυμία του να μονάσει στο Αγιον Όρος. Ο Αγιος Νεκτάριος δεν του έκλεισε αυτό το δρόμο. Τον προειδοποίησε όμως, ότι όπου και να πάει, θα καταλήξει στην Λογγοβάρδα.
Προσπάθησε να μεταβεί στο «Περιβόλι της Παναγίας», μα στάθηκε αδύνατον. Βρέθηκε μπροστά σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Κινδύνεψε η ζωή του από τους Τούρκους πού τότε κατείχαν την Θεσσαλονίκη. Σώθηκε κατόπιν θαυματουργικής επεμβάσεως του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Έτσι κατάλαβε ότι το θέλημα του Θεού ήταν να μονάσει στην Λογγοβάρδα και όχι στον Αθωνα.
Η Ζωοδόχος Πηγή τον δέχθηκε στο ονομαστό Μοναστήρι της στην Πάρο. Έμεινε πολύ ικανοποιημένος από την αγάπη πού του έδειξαν οι Πατέρες και από την τάξη της μονής.
Το έτος 1907 έγινε μοναχός και ονομάσθηκε Φιλόθεος. Το 1912 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ακολούθησε η χειροθεσία του σε πνευματικό και αρχιμανδρίτη. Προσπάθησε όσο μπορούσε να υπηρετήσει επάξια στο ιερό θυσιαστήριο. Ταυτόχρονα εξελίχθηκε σε έναν πολύ έμπειρο και φωτισμένο πνευματικό. Χιλιάδες ψυχές από ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα και από το εξωτερικό ακόμη, εμπιστεύθηκαν την σωτηρία τους στην διακριτική του καθοδήγηση, καθώς ενεργούσε με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Το 1924 τον αξίωσε ο Θεός να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και το Θεοβάδιστο Όρος Σινά. Το 1930 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της Μονής της Μετανοίας του και πολυσέβαστος Γέροντάς του Ιερόθεος Βοσυνιώτης. Με διαθήκη του τον όρισε διάδοχό του. οι Πατέρες της Λογγοβάρδας με μεγάλη χαρά τον δέχθηκαν ως νέο τους ηγούμενο. Του έκαναν απεριόριστη υπακοή και με κάθε τρόπο του έδειχναν τον σεβασμό τους.
Όμως, η διοίκηση μιάς Μονής δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πικράθηκε και λυπήθηκε κατά την διάρκεια της διαποίμανσης της Μονής. Είδε μερικά από τα παιδιά του να φεύγουν. Αλλοι επειδή δεν άντεξαν το υγρό κλίμα της Λογγοβάρδας. Άλλοι γιατί δυσκολεύθηκαν να προσαρμοστούν στην ασκητική ζωή του Μοναστηριού. Κάποιοι ακολούθησαν το παλαιό εορτολόγιο και άλλοι έφυγαν για άλλους λόγους.
Δεν κάμφθηκε όμως από τις δυσκολίες. Βάδιζε σταθερά και αταλάντευτα ακολουθώντας την γραμμή των προκατόχων του και τηρώντας τις αρχές του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων. Επί των ημερών του η Λογγοβάρδα αναδείχθηκε σε έναν φωτεινό φάρο της Ορθοδοξίας. Το Μοναστήρι συνέχισε το θαυμάσιο πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγησή του όλοι οι Πατέρες φρόντιζαν με επιμέλεια όσους ζητούσαν υλική και πνευματική ενίσχυση.
Παράλληλα με το έργο του ηγουμένου, ο Οσιος Φιλόθεος επιτελεί και ένα εξαιρετικό ιεραποστολικό έργο στον κόσμο. Κάνει πολλές και κοπιαστικές περιοδείες σε αρκετά μέρη της πατρίδας μας. Έχει την ευλογία να αποκτήσει πολλά και εκλεκτά πνευματικά παιδιά. Αρκετά από αυτά αναγεννώνται πνευματικά με τα φλογερά του κηρύγματα, καλλιεργούνται ψυχικά και αφιερώνονται στον μοναχισμό. Ο Οσιος Φιλόθεος διακόνησε με επιτυχία την Εκκλησία και το Έθνος μας.
Πλήρης ημερών κοιμήθηκε οσιακά στην Ιερά Μονή Θαψανών στις 8 Μαΐου του έτους 1980.
Ο μεγάλος ασκητής και σύγχρονος Άγιος της Εκκλησίας μας, ο χαρισματικός Γέροντας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924 — 1994), πληροφορήθηκε από τον Θεό με θαυμαστό τρόπο, την προς Κύριον εκδημία του Αγίου Γέροντος. Τον είδε με τα μάτια της ψυχής του να φεύγει από την ματαιότητα και να πορεύεται προς την αληθινή μας Πατρίδα. Το γεγονός αυτό, το έκανε γνωστό σε πνευματικό του παιδί, πού έτυχε να είναι κοντά του, λέγοντας: «Αυτή την στιγμή φεύγει για την αιωνιότητα ένας μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας, ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος!».
Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, σε ομιλία του κατά την τελετή των εγκαινίων του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Αβάνας στην Κούβα (25 Ιανουαρίου 2004), τόνισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έπαυσε ποτέ να αναδεικνύει Αγίους. Αφού ανέφερε αρκετά ονόματα Αγίων πού ανακηρύχθηκαν πρόσφατα, συνέχισε: «Υπάρχουν ακόμη και εκείνοι τους οποίους το πλήρωμα της Εκκλησίας ομοφώνως αναγνωρίζει ως Αγίους, αν και επίσημος πράξις αναγνωρίσεως της Αγιότητος αυτών δεν έχει εισέτι εκδοθή, όπως οι Γέροντες Παΐσιος, Πορφύριος και Εφραίμ, ο συμπατριώτης του Αγίου Νικολάου Ιάκωβος της Ευβοίας, ο Φιλόθεος Ζερβάκος και εί τις έτερος. Πέριξ των μορφών αυτών χιλιάδες ψυχαί ειρήνευσαν, εγλυκάνθησαν, εχαροποιήθησαν, εζωοποιήθησαν. Τα στοιχεία της φύσεως τους υπήκουον. Τα ζώα τους εσέβοντο. Οι πάντες και τα πάντα ένιωθαν την αγάπην των και την χάριν του εν αυτοίς κατοικούντος Αγίου Πνεύματος. Το βλέμμα των ήτο βλέμμα Χριστού. Αι χείρες των χείρες φιλανθρωπίας. Η καρδία των πλήρης θυσιαστικής αγάπης. Ο νους των ειρηνικός. Το φρόνημά των άγιον. Η καθημερινή ζωή των «αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Πολλοί οφείλουν εις τους γνησίους τούτους ανθρώπους του Θεού πολλά. Είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέται ημών. Η προσευχή των διεσκέδαζε βουλάς Εθνών, έφερε το έλεος και την βοήθειαν του Θεού εις τον κόσμον, εφυγάδευεν ακάθαρτα πνεύματα, αποκαθίστα την υγιείαν των ασθενούντων, έλυεν ανθρωπίνως άλυτα προβλήματα».
Γέροντας Δανιήλ από το κελί των Δανιηλαίων που ζωγράφισε πολλές αγαπημένες εικόνες του Αγίου

Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο.
Στο νησί ‘κείνο βρήκε τον άγιο Αρσένιο, ό οποίος είχε κάνει χρόνια στο Άγιο Ορος, από το οποίο εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να μεταβεί το συντομότερο στο Άγιο Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και να είναι πραγματικός Καλόγερος.
Έτσι ό Δημήτριος Ισιδώρου, με την ευχή και ευλογία του αγίου Αρσενίου ήλθε στο Άγιο Όρος κατά το σωτήριον έτος 1864. Στην αρχή κοινοβίασε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, η οποία είχε στους κόλπους της πολλούς σοφούς και ενάρετους Μοναχούς, από διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας, φλογερούς Μοναχούς με μεγάλη πίστη και αυταπάρνηση.
Ό Δημήτριος, ακολούθησε όλους τους Κανόνες και την τυπική διάταξη του Ιερού αυτού Κοινοβίου και υστέρα από σκληρή δοκιμή, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ. Πολύ σύντομα όμως ξέσπασε ό πόλεμος και τα σκάνδαλα στο Κοινόβιο αυτό, όταν από το 1850 άρχισαν να κοινοβιάζουν σ’ αυτό Ρώσοι ορθόδοξοι χριστιανοί και να γίνονται Μοναχοί, τόσοι δε πολλοί εισέρευσαν στο Μοναστήρι αυτό Ρώσοι, ώστε σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασαν σε αριθμό τους Έλληνες Μοναχούς και ακολούθησαν μετά τα γνωστά γεγονότα, κατά τα οποία με την επέμβαση του Πατριαρχείου ξεδιώχθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες Μοναχοί και ή Μονή έγινε Έλληνορωσική.
Ένας από τους εκδιωχθέντες, από την Μονή αυτή Έλληνας Μοναχούς, ήταν και ό Γέρων Δανιήλ, διότι σαν μορφωμένος είχε γίνει Γραμματέας του Κοινοβίου και ήταν δυναμικό στέλεχος των Ελλήνων Μοναχών. Έτσι στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έμεινε οκτώ περίπου χρόνια και άπ’ αυτήν βρήκε καταφύγιο στην Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, οι αδελφοί της οποίας με πολλή χαρά δέχθηκαν να κοινοβιάζουν το Μοναχό Δανιήλ και στην αρχή τον διόρισαν Γέροντα και διευθυντή στον Ξενώνα της Μονής, πού λέγεται «Αρχονταρίκι.
Στο διακόνημα αυτό, πού τον τοποθέτησαν οί Βατοπαιδινοί Γέροντες, λόγω της ενάρετης ζωής και του σοβαρού χαρακτήρα, επιβλήθηκε τόσο πού το μετέβαλε σε Κοινόβιο, να διαβάζουν όλοι κοινή Ακολουθία, να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία και το Απόδειπνο να προσεύχονται όλοι μαζί και έκανε το Αρχονταρίκι σαν ένα. μικρό Κοινόβιο. Στο Μοναστήρι αυτό παρέμεινε περίπου άλλα οκτώ χρόνια και ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και από όλους.
Ό πόθος όμως, για ησυχία και ό ζήλος για την απόκτηση της νοερας — καρδιακής προσευχής δεν τον άφηνε ήσυχο να παραμείνει στη Μονή αυτή, οπού ό κόσμος ήταν πολύς και ό θόρυβος μεγάλος. Γι’ αυτό απεφάσισε να φύγει και να πάει στην έρημο του Αθω, όπου θα ησύχαζε και θα ηρεμούσε το πνεύμα του. Οί Βατοπαιδινοί του πρότειναν να τον κάνουν προϊστάμενο της Μονής, αλλά αυτός δε δέχθηκε και αναχώρησε πράγματι για την έρημο.
Ετσι έφθασε στην έρημο των Κατουνακίων και εκεί πού -μέχρι σήμερα βρίσκεται το θαυμάσιο οικοδόμημα των Δανιηλαίων, έκτισε στην αρχή μικρό Καλυβάκι με ωραιότατη εκκλησία έπ’ ονόματι των «Αγιορειτών Πατέρων», τους οποίους είχε σε πολύ μεγάλη ευλάβεια και ήθελε να μιμηθεί τη ζωή τους.
Από την πολλή δε πίστη, αφοσίωση και αγάπη πού είχε στο Θεό, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την εμπειρία πού είχε στην Καλογερική ζωή, έλαβε τη χάρι και τη δύναμη να ανέβει στα ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και της θεογνωσίας.
Στην έρημο αυτή, σκληρά δοκιμάστηκε από ορατούς και αόρατους δαίμονες, από συκοφαντίες και καταλαλιές αδύνατων και φθονερών ανθρώπων, από τους οποίους δέχονταν και διάφορες ύβρεις. Επειδή όμως ήταν φύσει πράος, ταπεινός, άκακος κι αγαθός, αγαπούσε και πάντοτε κέρδιζε την αγάπη όλων των αδελφών, συνασκητών του και ησυχαστών Πατέρων και σιγά σιγά, σα φιλόπονη μέλισσα με τη συνεχή μελέτη, την εγκράτεια και την αδιάλειπτη προσευχή, έγινε φωτεινός φάρος διακρίσεως και αρετής.
Ό σφοδρός ερωτάς της ησυχίας και ή ευλάβεια με το σεβασμό, προς το θεόσδοτο χάρισμα της ιεροσύνης, δεν του επέτρεψαν να ιερωθεί, αλλά ή νοερά προσευχή με τη διάκριση της πνευματικής καταστάσεως, τον έκαμαν να γίνει όχι μόνον στους Μοναχούς οδηγός και ποδηγέτης της πνευματικής ζωής, αλλά και πολύτιμος σύμβουλος, σε πολλούς πνευματικούς ξομολόγους, πού ζητούσαν πάντα τη γνώμη του, για σοβαρά πνευματικά ζητήματα, τα οποία, σαν τα μανιτάρια φύτρωναν μεταξύ των Μοναχών και των ιερών Μονών ακόμη, την εποχή εκείνη.
Έτσι το μέλι της ησυχαστικής ζωής δεν το έτρωγε μόνος του, ό Γέρο – Δανιήλ, αλλά πρόσφερε τις σοφές συμβουλές του σε όσους περνούσαν από το Ιερό ησυχαστήριο του. Όσοι είχαν την ευκαιρία και την τιμή να τον γνωρίσουν, δεν μπορούσαν να ξεχάσουν, όπως οι ίδιοι μου διηγήθηκαν, το μειλίχιο και χαρούμενο πρόσωπο του, πού ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Με την ενάρετη ζωή του, σα μαγνήτης τράβηξε κοντά του και κατάρτισε πνευματική κυψέλη με το όνομα «Αδελφότης Δανιηλαίων», διότι στη συνοδεία του ήταν ό καλλίφωνος ψάλτης και μελοποιός Παπα – Δανιήλ ό πνευματικός, ό οποίος τον διεδέχθη στην αρετή και την ηγουμενία της αδελφότητας.
Ό Παπα — Δανιήλ με τον παραδελφό του Μοναχό Γερόντιο, αποτελούσαν το καλύτερο πνευματικό «ντουέτο», ήταν οι καλύτεροι ψάλτες του Αγίου Όρους, τόσο πού όταν νέοι ακόμη στην ηλικία, σαν έψαλαν, νόμιζες πώς ήταν άγγελοι Θεού και όχι άνθρωποι. Και οι δυο αυτοί, έκτος από μουσικοί ψάλτες, ήσαν και άριστοι καλλιτέχνες αγιογράφοι.
Ό Γέρο — Δανιήλ, κληροδότησε στη συνοδεία του, το πνεύμα της προσευχής και της φιλοξενίας ου μην αλλά και της αγάπης προς όλους τους Πατέρες και χριστιανούς κοσμικούς ακόμη.
Ή φήμη της αρετής, τόσο του Γέρο — Δανιήλ όσο και της συνοδείας του, κίνησε το ενδιαφέρον και την επιθυμία να τον γνωρίσουν και να λάβουν τη συμβουλή του πολλοί χριστιανοί, αλλά και οι Πατέρες του Όρους τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.
Ή έπίσκεψη τοσ Άγίου Νεκταρίου στά Κατουνάκια έγινε άπαρχή στενών πνευματικών δεσμών τοσ Άγίου με τόν Οίκο τών Δανιηλαίων καί είδικότερα μέ τόν Γέροντα Δανιήλ, ό όποϊος σέ έπιστολές του ζώντα τόν χαρακτήριζε «άγιώτατον, διάσημον, Άρχιερέα κοιμώντα ταίς άρεταϊς καί τοίς παλαιοϊς Άγίοις Πατράσιν έφάμιλλον (…) Μέγα τής Έκκλησίας Πατέρα (…) διορατικώτατον Πατέρα».
Ό άγιος Νεκτάριος τόσο ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του με το Γέροντα Δανιήλ, πού δώρισε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων, ολόκληρη τη σειρά των συγγραμμάτων του θείου Χρυσοστόμου, αποσκοπών να ενταχθεί κι ό ίδιος στη συνοδεία του.
Κωστής Σακκόπουλος

Ο Χαράλαμπος Σακκόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1845. Από το γάμο του με την Αικατερίνη Χρήστου Στεργιοπούλου απέκτησε τον Κωστή (Κωνσταντίνο) (1877-1948), τον Γεώργιο και τη Δέσποινα. Η οικογένεια Σακκόπουλου συνδέθηκε στενά με τον Άγιο Νεκτάριο, ο οποίος φρόντισε για τον διορισμό του Χαράλαμπου στις επιχειρήσεις Συγγρού στην Αθήνα, αξιοποιώντας τη γνωριμία του με τον εθνικό ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό, με δωρεά του οποίου αργότερα χτίσθηκε το Δικαστικό Μέγαρο Λαμίας.
Ο Κωστής Σακκόπουλος αγάπησε τον Άγιο Νεκτάριο ως φυσικό του πατέρα. Τον ακολούθησε στην Αθήνα, όπου και εχρημάτισε παιδονόμος στη Ριζάρειο Σχολή. Μετά το 1920 ανέλαβε τη φροντίδα του μοναστηριού στην Αίγινα καθώς και ογδόντα ορφανών της Αίγινας κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Απεβίωσε το 1948. Τα οστά του μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στη νότια εξωτερική πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους Παλιαχώρας Αιγίνης.
Γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης, που είδε τον Άγιο ολοζώντανο το 1980

Ο Άγιος Γέροντας που αξιώθηκε να δει την Παναγία και τον Άγιο Νεκτάριο. Επίσης, μετά από όραμα που είχε ανακάλυψε την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης.
Ο Άγιος Νεκτάριος τον θεράπευσε από καρκίνο το 1980. Στον Ιερό Ναό Αγίου Νεκταρίου Καμάριζα έχουν αναφερθεί πολλές θαυματουργές ιάσεις από ανίατες ασθένειες με τη προσευχή του Γέροντα Νεκτάριου.
Πηγή: https://choratouaxoritou.gr
Κατηγορίες:Άρθρα/Παρουσιάσεις, Σύγχρονοι Άγιοι Γέροντες