Ιερός Μητροπολιτικός Ναός Αγίας Τριάδας, Καρπενήσι

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδας δεν ήταν ως τις αρχές του δευτέρου μισου του 17ου αιώνα, παρά ένα αναξιόλογο και ακαλαίσθητο εκκλησάκι το κτίσιμο του οποίου ο Πάνος Βασιλείου τοποθετεί στο β’ μισό του 16ου αιώνα. Αυτό το εκκλησάκι βρήκε, όταν περί το 1645 πήγε, από το Μεσολόγγι οπού «διατριβών ην μετά των περί αυτόν φοιτητών», στο Καρπενήσι, ο Ευγένιος Γιαννούλης ό Αιτωλός και ίδρυσε την πρώτη στην Ευρυτανία Σχολή για ανώτερη μόρφωση των ελληνόπουλων, καθώς και Σχολεία για τα κοινά γράμματα.  

O Γιαννούλης λοιπόν, που ήταν και παπάς, διαπίστωσε ότι το εκκλησάκι εκείνο πού έμοιαζε χειρότερο και από την πιο φτωχική καλύβα, δεν ήταν δυνατό, με τον πολύ μικρό χώρο του, να επιτέλεση τον προορισμό του. Γι’ αυτό, με υπόδειξη του στους Καρπενησιώτες, αποφασίστηκε να χτισθεί στον ίδιο χώρο μια καινούργια μεγάλη και ωραία εκκλησιά με πρότυπο των βασιλικών της Πόλης, οπού σπούδασε ο Γιαννούλης και από όπου είχεν ακόμη νωπές τις σχετικές με τις εκκλησιές της εντυπώσεις του.

Μάλιστα ο αγαπημένος και αντάξιος συνεχιστής του φωτεινού έργου του Γιαννούλη ο μαθητής του Αναστάσιος Γόρδιος ο Βραγγιανιώτης (1654—1729) λέει σχετικά:

 «Ην γαρ ο ναός ούτος (το εκκλησάκι δηλαδή πού βρήκε ο Ευγένιος) εν μέση τη κωμοπόλει ου μόνον εν μικρω τι χωρίω περιγραφόμενος, αλλά και σχήματος και κάλλους ούδ’ οπωσούν μετέχων ιερώ προσηκόντων ναώ είπεν αν τις τούτον ιδών ουδέ οικία τινί των ιδιωτικών και πάνυ άδοξων ανδρών εοικότα. Εν τούτω κατεβλήθη αυτώ άπασα ή φροντίς, ώστε εις μείζον αυτόν μέγεθος έκτείναι κατά τε μήκος και πλάτος και βάθος και περικαλλή τίνα και ωραίν αυτόν αποφήναι και οίον άλλον επί γης ουρανόν, παντοίοις ωραϊσμένον καλοίς, ως εκείνον τοις αστράσιν άποδείξαι. Και ήρξατο μεν το έργον μάλα προθύμως, ουκ εις το τέλος δε ήνεγκεν αυτό το προσήκον, ει και όμοιος ην ουδέν έχοντι των προς τούτου απαρτισμόν».

Ο σταυροπηγιακός αυτός ναός καταστράφηκε ίσως το 1684, όταν οι Τούρκοι έπαθαν την πανωλεθρία Γόλιανη (Στεφάνι) από το Λιβίνη. Τον επισκεύασε ή τον ξανάκτισε ο Λυμπεράκης Γερακάρης το 1693. Νέα χαλασιά έπαθε το 1756 από τους Αλβανούς κατά τη «Χαλασιά του Καρπενησιού» και μια  τρίτη ίσως το 1758  

Άλλα σαν να μην έφταναν οι ως το 1758 καταστροφές της πολύπαθης αυτής εκκλησίας, έχουμε και τετάρτη πυρπόληση της, πού έγινε 20/6/1821 απο τον Βελήμπεη Πρεμετινό. Ο Βελήμπεης μπήκε στο Καρπενήσι με 500 Τουρκαρβανίτες, ύστερα από την αδικαιολόγητη ήττα των στρατιωτικών ελληνικών τμημάτων της περιοχής, στα Καγγέλια, οπού σκοτώθηκε ό Σπυρ. Κατσικογιάννης, και την λύση της πολιορκίας του Καρπενησιού από τους Έλληνες, με αποχώρηση προς Χελιδόνα των χριστιανών κατοίκων, πλην ελαχίστων προεστώτων.

Την περιγραφή της πολιορκίας και την πυρπόληση του Καρπενησιού πρώτα από τον Γιαννάκη Γιολδάση και κατοπινά από τους Τούρκους πού έκαψαν και τις εκκλησιές, την χρωστάμε στον Γεώργ. Αν. Ιατρίδη, ο όποιος με το επόμενο χρονικό του, αφού εξιστορεί πώς ο λαός, με τον τολμηρό Σπ. Σκυλοδήμο μέσω της βρύσης του Σκόρδα, αφήνοντας κατ’ ανάγκην στη διάθεση των Τούρκων το Καρπενήσι, έπιασε τις ακρώρειες της Χελιδόνας, συνεχίζει:

«…..μόνον ο Γιολτάσης Γιαννάκης, ότε Αθανάσιος Χατζόπουλος και Κων/νος Τζατζου, ο Κων/νος Ίατρίδης εκ των κωμοπολιτών και ο Δημήτριος ο εκ του Προυσού Παπαγεώργη υιός, τολμήσαντες απεκλείσθησαν, ο μεν εν τω Δημητράκη παλαιώ πύργω, οι δε εν τοις ιδίοις αυτών οίκοις, φοβηθέντος δε και τούτου (δηλαδή του Γιολδάση), ουκ οιδ’ όπως και περί τρίτην ώραν της νυκτός της Δευτέρας εικοστής ούσης τότε ημέρας του Ιουνίου, φυγάδος γενομένου και πυράν εν πολλοίς οίκοις εμβαλόντος, ίνα μη δήθεν οι βάρβαροι μετά ταύτα κατάσχωσιν αυτούς, τότε δη τότε, κενή εγκαταλείπεται ή περίβλεπτος κωμόπολις του Καρπενήσου αβοήθητος και απροστάτευτος, ως σκηνή εν αμπελώνι και ως όπωροφυλάκιον εν σκηνυλάτω. Πρωίας δε γενομένης αναστάντες οι βάρβαροι ως έγνωσαν τους ημετέρους φυγόντας, ευθύς εις τας αγυιάς εξελθόντες και εισπηδήσαντες εις τους οίκους και πανθ’ όσα εύρον εν αυτοίς αποσυλήσαντες, είθ’ ούτω δια πυρός αυτήν, φευ (και τις δώσει μοι πηγάς ίνα θρηνήσω εν αυτή) απετέφρωσαν, έκτος μόνον εκείνων των οικημάτων, εις α αυτοί κατεσκήνουν.

Επυρπολήθησαν δε οίμοι και οι τέσσαρες αυτής ιεροί ναοί οι έπ’ ονόματι ο μεν της Αγ. Παρασκευής, ο δε της Γεννήσεως της Θεοτόκου, ο δε του εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου και ο (εν) παντί περικαλλής της Αγίας Τριάδος σεμνυνόμενος. Ούτος δε (της Αγ. Τριάδος) μετά θόλου ων εκτισμένος κατεκρημνίσθη υπό των λυσσώντων Οθωμανών την υψηλήν οροφήν ως όλος λιθόκτιστος και μη κατακαιόμενος. Ανερευνήσαντες δε και τα ένδον του ναού απόκρυφα εύρον πάντα τα ιερά σκεύη και κειμήλια και κανδήλας, ποτήρια, δίσκους, στεφάνους και συν τούτοις τον τίμιον σταυρόν, πάντα αργυρά και άριστα τεχνουργημένα.

Ωσαύτως δε εύρον και τα της Αγίας Παρασκευής, τα δε της Παναγίας ούχ’ εύρον, δια το προβλέψαι τον επίτροπον Παπαδημητρίου, την τούτων ασφάλειαν εν καιρώ, μεθοδικότερον αυτά κατακρύψαντα μήδ’ εις εν μέρος ομού πάντα εμβαλόντα, εκτός μόνον πάντων των ιερών αμφίων, άτινα εν κιβωτώ όντα και εν τη δεξιά γωνία ένδον του ναού κεχωσμένα άναχωσθέντα ευρέθησαν.

Ταύτα ουν οι βάρβαροι Αγαρηνοί εν τη κωμοπόλει ποιήσαντες και θάρρους ή μάλλον ειπείν θράσους και μανίας πλησθέντες εφώρμησαν ακράτως και τοις πέριξ χωρίοις, ως μηδενός αυτοίς ανθισταμένου κατέκαυσαν τα χωρία Βουτύρου, Κορυσχάδες, Γοργιανάδες και τα δύο ιερά Μοναστήρια των Κουμασίων και τον ναόν μόνον της Μεσαμιλίου (αντί Μεσαμπελιάς) και ει μη Κύριος ο θεός έβοήθησεν ημίν πάντως επί πολύ προυχώρησεν αν ή μανιώδης ορμή αυτών αύτικα γαρ μεταβάντες εκ των Πολιτοχωρίων, ώρμησαν κατά των δύο χωριδίων Μιάρας και Αγ. Ανδρέου, οπού ην το ημέτερον στρατόπεδον, άλλ’ εψεύσθησαν οι μάταιοι των ελπίδων, διότι μάχης κρατερός αυτόθι συγκροτηθείσης, τη πρεσβεία του βαπτιστού και του Αποστόλου Ανδρέου, επικρατήσαντες οι ημέτεροι τριάκοντα μεν εξ αυτών φονευθήναι, πλείστους δε τρωθήναι εποίησαν και καταστρέψαντες αυτούς άχρι του ποταμού, ούτοι μεν χαίροντες και δόξαν αναπέμποντες εις το αυτών επανήλθαν στρατόπεδον, οι δε βάρβαροι ατάκτως φερόμενοι και κατησχυμένοι εις την κωμόπολιν απεκλείσθησαν.

Μετ’ ου πολλών (δε) ημερών παρέλευσιν εκδιωχθέντων υπό των ημετέρων και των συμμάχων των την οδόν των Καγγελίων φυλασσόντων βαρβάρων Αλβανών, και κρατηθέντος του τόπου υπό του Χριστεπωνύμου στρατού, ως έγνων τούτο οι εν τη κωμοπόλει, φρίκη επισχεθέντες, εν αύτη τη νυκτί, ήτις ην ή εβδόμη του Ιουλίου, Παρασκευής έπιφωσκούσης, δια της οδού της αποκαλούμενης Συμπεθερικόν συνάμα εγχωρίοις (και) άλλοφύλοις, ώχοντο λαθόντες τους ημετέρους και ούτως έξωστρακίσθη τέλεον εκ της επαρχίας ταύτης το βάρβαρον αυτό και φιλοτύραννον έθνος».

Έτσι στα 1821 σύμφωνα με τα παραπάνω, ή Αγ. Τριάδα υπέστη μεγάλη καταστροφή. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά, γκρέμισαν τον τρούλο και μέρος της στέγης χωρίς όμως την ολική κατεδάφιση της, δεδομένου ότι οι τοίχοι της ήσαν γερά λιθασβεστοχτισμένοι. Αλλά σχετικά και η παράδοση μας πληροφορεί, ότι πολλές από τις εσωτερικές «ξυλόδεσες» του τοίχου δεν είχαν καεί εντελώς, έτσι πού αφήκαν τις ίδιες στην νεώτερη, την μετεπαναστατική προτελευταία ανακαίνιση της εκκλησιάς αυτής Η τελευταία ανακαίνιση έγινε το 1961, ενώ είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, αγιογραφήθηκε το εσωτερικό του Ναού, σε ορισμένα σημεία, όπου οι παλιότερες αγιογραφήσεις ήταν κακότεχνες ή δεν υπήρχαν καθόλου.

Πάνω από την είσοδο του ναού υπάρχει ένα εξαιρετικό ψηφιδωτό καθώς και μια επιγραφή που αναφέρει τα εξής:

«ΘΕΑΡΧΙΚΗ ΤΡΙΑΔΙ ΗΣ ΘΡΟΝΟΣ ΠΟΛΟΣ
ΚΑΝ ΓΗ ΝΑΟΝ ΤΕΤΕΥΧΕ ΠΙΣΤΩΝ Η ΠΟΛΙΣ
ΠΑΣ ΠΙΣΤΟΣ ΕΙΣ ΟΝ ΕΙΣΙΩΝ ΠΟΛΛΩ ΔΕΕΙ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΣΤΡΑΦΘΗΤΙ ΤΡΙΣΙΝ ΗΛΙΟΙΣ
ΤΗΣ ΤΡΙΣΣΟΦΑΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ»

Δηλαδή:

ΣΤΗ ΘΕΑΡΧΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΑ ΘΡΟΝΟ ΤΗΣ ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ
ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΣΤΗ ΓΗ Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΕΧΕΙ ΧΤΙΣΕΙ ΝΑΟ.
ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΟΛΥ ΔΕΟΣ ΘΑ ΜΠΕΙ Σ’ ΑΥΤΟΝ
ΑΣ ΦΩΤΙΣΤΕΙ ΣΤΟ ΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΗΛΙΟΥΣ
ΤΗΣ ΤΡΙΦΩΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ

(Από το βιβλίο «Η Εκκλησία Αγ. Τριάδα του Καρπενισίου του Πάνου Ι. Βασιλείου, εκδ. 1962)



Κατηγορίες:Άρθρα/Παρουσιάσεις

Ετικέτες: , , ,

Αρέσει σε %d bloggers: